Η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας είναι μία κακή συμφωνία. Ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως ασφαλή τρίτη χώρα και η επιστροφή σε αυτήν ανθρώπων με προσφυγικό προφίλ είναι σε κλίμακα αξιών του διεθνούς δικαίου ό,τι  χειρότερο έχει επιδείξει η Ευρώπη από την αρχή του προσφυγικού ζητήματος στην προσπάθεια της να διαχειριστεί τις αφίξεις και υπερβαίνει κατάφωρα κάθε άστοχη, αδιέξοδη ή επικίνδυνη επιλογή έχει γίνει ως τώρα. Πράγματι, αποτελεί το αποκορύφωμα μιας σειράς πολιτικών αποφάσεων όπως η εμπλοκή του ΝΑΤΟ, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και η θωράκιση των συνόρων. Το γεγονός ότι το κείμενο της Συμφωνίας σηματοδοτεί μια ευθεία υπονόμευση και καταστρατήγηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου υποδηλώνει απερίφραστα πως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πιο απειλητική πραγματικότητα για το μέλλον των προσφύγων.
Τα νομικά ελλείμματα της Συμφωνίας έχουν υπογραμμισθεί και επικριθεί από διεθνείς οργανισμούς, ήδη πριν την υπογραφή της σ.1. Παρά το γεγονός ότι η έκφραση περί σεβασμού του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου διαπνέει ολόκληρο το κείμενο της Συμφωνίας, αυτό δεν είναι αρκετό για να αποφέρει και τις απαραίτητες εγγυήσεις. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Τουρκία πολιτειακά και νομοθετικά απέχει πολύ από τον χαρακτηρισμό της ως ασφαλούς τρίτης χώρας. Πιο συγκεκριμένα, η νομική βάση για την εφαρμογή των μέτρων αυτών εδράζεται στην υπ’ αριθμόν 2013/32/ΕΕ Οδηγία σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και συγκεκριμένα στις έννοιες «ασφαλής τρίτη χώρα» και «πρώτη χώρα ασύλου». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 38 της Οδηγίας ορίζεται ότι η εφαρμογή της έννοιας των ασφαλών τρίτων χωρών επιτρέπεται μόνο όταν πληρούνται σωρευτικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις: Δεν απειλείται η ζωή και η ελευθερία του αιτούντος λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης, τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης, τηρείται η απαγόρευση της απομάκρυνσης και υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και η ανάλογη προστασία.
Εν προκειμένω, εκτός από τις εγγυήσεις που πρέπει να συγκεντρώνει η Τουρκία, προκειμένου να χαρακτηριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, η Ελλάδα, θα πρέπει με τη σειρά της να ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο συγκεκριμένους κανόνες που στο πλαίσιο της επιστροφής απαιτούν τον σύνδεσμο του αιτούντος με την τρίτη χώρα βάση του οποίου αιτιολογείται η μετάβαση, συγκεκριμένη μεθοδολογία που οφείλουν να ακολουθήσουν οι αρχές, εξασφάλιση της εξατομικευμένης εξέτασης, καθώς και το δικαίωμα άσκησης ένδικων μέσων. Σημειώνεται εδώ ότι το Π.Δ 113/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δεν περιλαμβάνει καμία από τις άνωθεν εγγυήσεις, το οποίο σημαίνει ότι καμία επιστροφή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Τουρκία πριν την ενσωμάτωση των παραπάνω κανόνων στο εθνικό δίκαιο και την ουσιαστική θεσμοθέτηση κατάλληλου πλαισίου. Ακόμη, το γεγονός της απλής μετάβασηςδιαμέσου ενός κράτους δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση επαρκούς συνδέσμου, αφού συχνά η μετάβαση οφείλεται σε τυχαία περιστατικά και δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ύπαρξη ουσιαστικής σχέσης, ώστε να στοιχειοθετείται μία ενδεχόμενη επιστροφή.[4]
Η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι φιλοξενεί στο έδαφός της το μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα για τους πρόσφυγες. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι επιστρεφόμενοι στην Τουρκία θα λάβουν το επίπεδο της προστασίας που δικαιούνται, ούτε ότι δεν θα επιστρέψουν στην χώρα από την οποία διέφυγαν, πίσω δηλαδή στον κίνδυνο. Στη διαπίστωση αυτή συνηγορούν, μεταξύ άλλων πολυάριθμες καταγγελίες που έχουν δεχθεί διεθνείς οργανώσεις παρατηρητών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για περιπτώσεις επανοπροώθησης Σύρων πολιτών από τις τουρκικές αρχές στη Συρία, αλλά και το γεγονός ότι μόλις μία μέρα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας και την ανεπίσημη ανακήρυξη της Τουρκίας ως ασφαλής τρίτη χώρα, η Διεθνής Αμνηστία δημοσιοποίησε ακόμα ένα περιστατικό μαζικής επαναπροώθησης Αφγανών προσφύγων πίσω στην Καμπούλ. Ακόμη, η Τουρκία κατέχει ένα μεγάλο ιστορικό παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποδεδειγμένων διώξεων μειονοτήτων και αντιφρονούντων. Μεταξύ των παραβιάσεων αυτών, και το μεγαλύτερο αριθμό καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ 1959 έως σήμερα, πάνω από 3.000-18% επί του συνόλου, ξεπερνώντας όλα τα κράτη μέλη που έχουν υπογράψει την ΕΣΔΑ. Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα στην Τουρκία δολοφονούνται αντιφρονούντες δικηγόροι σε δημόσια θέα, εξοστρακίζεται η ελευθερία του τύπου ενώ ταυτόχρονα  φυλακίζονται αντισυστημικοί δημοσιογράφοι. Ολόκληρες πόλεις πολιορκούνται στο εσωτερικό της και η ένταση της καταστολής διευρύνεται τη στιγμή που η ''ψυχρή'' διαμάχη με την Ρωσία εξαπλώνεται σαν έρημος κάτω από τον θρυμματισμένο πολιτικό χάρτη.
Αναφορικά με την νομικό πλαίσιο των δικαιούχων διεθνούς προστασίας ισχύουν τα εξής: Στους Σύρους πολίτες χορηγείται καθεστώς προσωρινής προστασίας με δικαίωμα πρόσβασης στην εργασία, αλλά με περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια και γενικότερα σε ενταξιακές διαδικασίες. Στους πολίτες άλλων χωρών παρέχεται το δικαίωμα παροχής διεθνούς προστασίας, με βάση το Νόμο περί Αλλοδαπών και Διεθνούς Προστασίας που θεσμοθετήθηκε το 2014, όχι, όμως αντίστοιχης του καθεστώτος του πρόσφυγα, αφού η Τουρκία δεν έχει άρει τους σχετικούς με τη Σύμβαση της Γενεύης γεωγραφικούς περιορισμούς και δεν αναγνωρίζει το καθεστώς του πρόσφυγα σε μη Ευρωπαίους πολίτες ή σε ανιθαγενείς που είχαν την τελευταία συνήθη διαμονή τους στην Ευρώπη. Τονίζεται, εδώ, η Τουρκία είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει άρει τους γεωγραφικούς περιορισμούς, ενώ με βάση την έννοια της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας, η χώρα αυτή πρέπει να έχει επικυρώσει και να τηρεί τις διατάξεις της σύμβασης της Γενεύης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς.
Οι νομικές ακροβασίες αποτελούν στην ουσία προϊόν της ηθικής έκπτωσης που επιδεικνύει η Ευρώπη στο ζήτημα του προσφυγικού. Σε αντίθεση με το πρόταγμα της Σύμβασης της Γενεύης όπου η παράνομη είσοδος δεν ποινικοποιείται όταν πρόκειται για προσφυγικό πληθυσμό σε αναζήτηση ασφαλούς καταφυγίου, παρατηρούμε την αναίρεση έως θα λέγαμε και την τιμωρία της εν λόγω αρχής, αφού με βάση τα οριζόμενα στη Συμφωνία, προτεραιότητα στην επανεγκατάσταση θα έχουν οι Σύριοι πρόσφυγες που δεν έχουν επιχειρήσει παράτυπη είσοδο στην Ευρώπη. Η επαναγκατάσταση, δηλαδή, θα πραγματοποιείται με κανόνες “καλής συμπεριφοράς”. Έστω και έτσι βέβαια, ο αριθμός των προσφύγων που θα επαναγκατεσταθούν είναι υπερβολικά μικρός, αφού πρόκειται για μόλις 72.000 θέσεις για διάστημα δύο ετών, όταν οι καταγεγραμμένοι Σύριοι πρόσφυγες αυτή τη στιγμή στην Τουρκία ξεπερνούν τους 2.700.000. Η εφαρμογή ενός υπό αίρεση μέτρου, αυτού της εισδοχής στην ΕΕ για ανθρωπιστικούς λόγους σε περίπτωση που οι ροές τείνουν να σταματήσουν αποτελεί μέγιστη υποκρισία, καθώς το να λες «θα σας δεχθούμε αν είστε λίγοι» δεν λέγεται διεθνές δίκαιο.
Ο διαχωρισμός αναφορικά με τη νομική και πραγματική μεταχείριση των ανθρώπων, που αφικνούνται μετά τις 20 Μαρτίου 2016 εν σχέση με όσους αφίχθησαν πριν την υπογραφή της Συμφωνίας στερείται ενός στοιχειώδους ηθικοπολιτικού θεμελίου. Πέρα από τη μη δυνατότητα συμμετοχής στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης, οι νεοεισερχόμενοι τίθενται υπό κράτηση αμφίβολης νομιμότητας, καθώς δεν ακολουθούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες, όπως η έκδοση και επίδοση απόφασης κράτησης που θα περιέχει αιτιολόγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους κρατούνται, χωρίς πρόσβαση σε νομική βοήθεια, χωρίς δικαίωμα υποβολής αιτήματος ασύλου και υπό απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης.
Ο αντίλογος υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι αφού η Τουρκία αποτελεί τη χώρα που φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από την απαρχή του πολέμου στη Συρία, αποτελεί στην πράξη ασφαλή χώρα σ.2. Ακόμη, εφόσον επιτρέπεται με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία σε κάθε αιτούντα να αντικρούσει το τεκμήριο της ασφάλειας σε ατομική βάση καμία χώρα δεν μπορεί να θεωρηθεί 100% ασφαλής. Οι διαπιστώσεις, όμως αυτές δεν αρκούν για να στοιχειοθέτηση ενός συμπαγούς επιχειρήματος που αντέχει σε νομική  κριτική. Ακόμη και αν αποδεχθούμε τα επιχειρήματα αυτά, όταν προβούμε σε αντιπαράθεση τους με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 38 της Οδηγίας, περί μη επαναπροώθησης, δυνατότητας να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, κίνδυνος σοβαρής βλάβης κλπ, τότε κάθε ανάλογο επιχείρημα καταπίπτει.
Προκειμένου, να μειωθούν οι ροές η ανθρώπινη ζωή, τα δικαιώματα και ο θεσμός του ασύλου τίθενται στο περιθώριο. Και αφού δεν υπάρχει ακόμα αναγνώριση ασφαλών τρίτων χωρών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα καλείται να αναγνωρίσει την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα, ώστε να τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία. Ως προς την κατάληξη αυτής της δύο είναι οι πιθανές εκδοχές: Πρώτον, η Ελλάδα θα εφαρμόσει ό,τι απαιτείται προκειμένου να υπάρχουν αθρόες επιστροφές στην Τουρκία, με το κόστος που αυτό συνεπάγεται, αφού η θεμελιώδης προϋπόθεση της Συμφωνίας είναι η Ελλάδα να παραβιάσει το διεθνές προσφυγικό δίκαιο.
Δεύτερον, η κατά γράμμα εφαρμογή της Συμφωνίας με τη συνακόλουθη τήρηση-όπως προτάσσεται στο κείμενό της-του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου, θα έχει ως αποτέλεσμα οι επιστροφές στην Τουρκία, να είναι ίσως λιγότερες από τις αναγκαστικές επιστροφές που πραγματοποιεί η Ελληνική Αστυνομία, καθώς οι αιτήσεις της πλειοψηφίας των νεοεισερχόμενων δεν θα μπορούν σε καμία περίπτωση να κριθούν απαράδεκτες σ.3. Με άλλα λόγια, αν οι ελληνικές αρχές τηρήσουν το διεθνές προσφυγικό δίκαιο, η συμφωνία δεν εφαρμόζεται.
Η Γεωργία Σπυροπούλου είναι νομικός και εργάζεται στη Διεθνή Αμνηστία (οι απόψεις δεν απηχούν κατ' ανάγκη αυτές της Διεθνούς Αμνηστίας)